Είκοσι μία ιστορίες, γραμμένες άλλοτε με πλάγιο και άλλοτε με ευθύ τρόπο, άλλοτε σε λίγες αράδες κι άλλοτε σε λίγες σελίδες, αναπτύσσονται με τη μορφή χρονολογίου και βιογραφικού, και χωρίς να ανήκουν στο αστυνομικό δελτίο είναι οι ιστορίες καθημερινών ανθρώπων στη ρήξη τους με την κανονικότητα που τις συγκροτεί.
«Ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα με ρίζες στην Ελλάδα της μετανάστευσης», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Στρατής Χαβιαράς, «με πλοκή, σασπένς, δράμα, συγκίνηση και τις ιδιαιτερότητες των Ελλήνων επαναπατριζόμενων».
Μέσα στον ζόφο των αλλεπάλληλων κρίσεων ένιωσα ξαφνικά την έντονη ανάγκη να ανασάνω λίγο φρέσκο αέρα, να αισιοδοξήσω. Αποφάσισα λοιπόν ότι είχε έρθει η ώρα να ξαναζωντανέψω το ίνδαλμά μου, τη Διδώ Σωτηρίου. Είναι άδικο να τη λησμονούν σιγά σιγά οι παλιότεροι και να την αγνοούν τελείως οι νεότεροι.
Στη δίνη της ανασφάλειας και των τραγικών ιστορικών γεγονότων, δύο νέα παιδιά δεν διστάζουν να ερωτευτούν μέχρις εσχάτων. Έναν αιώνα μετά, η αγάπη, η ανθρώπινη αναλγησία και το φοβερό τέλος είναι αδύνατο να ξεχαστούν…
Μια κινηματογραφική ιστορία αγάπης που θέλει απεγνωσμένα να έχει happy end, γι αυτό και καταλήγει στην αρχή. Τότε που όλα ήταν αθώα και σπουδαία. Τότε που όλα ήταν δυνατά.
Ο Ιησούς από το Μπέβερλι Χιλς, ο Gramsci στις σαπουνάδες του Συντάγματος και μια νύφη που βουρτσίζει τα δόντια της με αντηλιακό. Η φρουτόκρεμα του Σούπερμαν, μια δυστυχισμένη Μόνα Λίζα και οι λεμονιές που πάγωσαν στην αυλή του παππού. Δεκαοκτώ φαμιλιάλ ιστορίες αναμνηστικής και μελλούμενης ενηλικίωσης.