Μια μέρα ο μπαμπάς μου μας ανακοίνωσε πως είναι αναγκασμένος να πουλήσει το πατρικό του σπίτι στη Λιμνίτσα. Το αγαπημένο μου σπίτι. Αισθάνομαι χαμένος. Τι θα απογίνει το δεντρόσπιτό μου, το δωμάτιό μου; Θα μπορώ να συνεχίσω να βλέπω την παρέα του χωριού; Γιατί πρέπει να αλλάζουν τα πράγματα;
«Η πόλη λεγόταν Τρίτη Ευχή και ήταν φρέσκια, όταν λέμε φρέσκια, εννοούμε «του κουτιού», σαν τούρτα σοκολάτα [...] ήταν ηλιόλουστη λες και χειμώνας δεν κατοικούσε ποτέ εκεί, ήταν μικρή, ήταν πεντακάθαρη, ήταν περιποιημένη, πράσινη, καλοκουρεμένη, φρεσκοξυρισμένη, καλοσιδερωμένη χαμογελαστή, αστραφτερή, πολύχρωμη, ήσυχη... Με λίγα λόγια ήταν ΑΦΥΣΙΚΗ».