Τον καημένο τον κύριο Ανήσυχο, ό,τι κι αν γινόταν ανησυχούσε! Όταν έβρεχε, ανησυχούσε μήπως στάξει η σκεπή! Όταν δεν έβρεχε, ανησυχούσε μήπως τα λουλούδια του μαραθούν!
Ο κύριος Κοκαλιάρης ήταν πολύ αδύνατος! Πάρα πολύ αδύνατος! Όταν γύριζε στο πλάι, ήταν πολύ δύσκολο να τον ξεχωρίσεις. Και αυτό που έκανε χειρότερη την κατάσταση ήταν ότι έμενε στη Χώρα των Χοντρούληδων. Ναι, σωστά διαβάσετε!
Η κυρία Τρομακτική ζούσε στην κορυφή ενός βουνού στο Σπιτάκι του Τρόμου. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, έβγαινε κρυφά έξω και κατηφόριζε αθόρυβα στην κοιλάδα. Κοίταζε συνεχώς ολόγυρα, μήπως την παρακολουθούσαν...
Η κυρία Αντίθετη έκανε πάντα το αντίθετο από αυτό που έπρεπε να κάνει. Για παράδειγμα... Αν κάποιος της ζητούσε να ανοίξει την τηλεόραση, εκείνη... άνοιγε το φως! Αν κάποιος τη ρωτούσε τι ώρα ήταν, εκείνη... του έλεγε την ημερομηνία! Και αυτό γινόταν συνεχώς...
Ο κύριος Αργοκίνητος, όπως ίσως ξέρετε, έμενε δίπλα στον κύριο Πολυάσχολο. Το σπίτι του βρισκόταν σ' ένα μικρό αγρόκτημα και το είχε φτιάξει εντελώς μόνος του. Ξέρετε πώς λεγόταν το αγρόκτημά του; Δέκα Χρόνια. Κι αυτό, γιατί ο κύριος Αργοκίνητος έκανε δέκα ολόκληρα χρόνια να χτίσει το σπίτι.